Η ΓΚΡΙΝΤΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟΥ ΝΑΣΙΑ
Του Διονυσίου Φράγκου
Η Θοδώρα η μάνα του Θανάση του Καράμπελα είχε πάει στο σχολαρχείο, ήξερε γράμματα και ότι της έλεγε ο παππούλης της ο Θοδωρακάκης τα ήξερε και τα έλεγε στον Θανάση το γιο της.
Ο Θοδωρακάκης είχε βρει αχνάρια στο περιβόλι του και αχνάρια στην Βρυσούλα, τις ντομάτες του κομμένες, μέχρι που μια μέρα βρήκε κομμένες και τις ντομάτες που είχε αφήσει για σπόρο. Φύλαξε να πιάσει τον κλέφτη και είδε μια γυναίκα να μπαίνει στο περιβόλι, έκοψε ντομάτες, πήγε στην βρυσούλα ήπιε νερό, έφαγε τις ντομάτες και μετά πήγε στην Σπηλιά. Κατάλαβε πως θα ήταν η καταζητούμενη Γκριντάφο.
Την άλλη μέρα πήγε και φώναξε δυνατά… «Εσύ εκεί ψηλά που είσαι κρυμμένη στην Σπηλιά μην φοβηθείς εμένα, λίγο ψωμί θα αφήσω στην πηγή κατέβα να το πάρεις και αύριο που θαρθω θα φέρω πιο πολύ, μαζί και ένα σταμνί νερό εσύ να πάρεις» Ήταν η πρώτη επικοινωνία που είχε με την Γκριντάφο. Λίγες φορές είχε κουβεντιάσει ο Θοδωρακάκης με την Γκριντάφο. Του είχε πει πως ένα βράδυ με φεγγάρι, έφυγε από την Σπηλιά και πήγε προς τις Σοφάδες, πέρασε από το κατεστραμμένο από τη φωτιά χωριό της, είδε το κακό που είχε κάνει, και μετά πήγε στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, ήταν κοντά στου ΝΑΣΙΑ, προσευχήθηκε για να την συγχωρέσει η Αγία Παρασκευή για το κακό που είχε κάνει στο χωριό της, καθώς ο Χριστός και η Παναγία. Αφού προσευχήθηκε επέστρεψε κατά τα χαράματα πάλι στην Σπηλιά, είχε καταλάβει ότι ερχότανε το τέλος της.
Το εκκλησάκι υπάρχει και σήμερα μέσα στο δάσος προς τις Σοφάδες, κτισμένο κάτω από Βράχο, υπήρχε ως φαίνεται επί τουρκοκρατίας. Λειτουργείτε κάθε 26 Ιουλίου από το Πάτερ Βασίλειο από την Μεταμόρφωση. Πηγαίνει πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά ως από την Χώρα – Πύλο και Γαργαλιάνους. Είναι στην μέση της διαδρομής από Μεταμόρφωση Μιρσυνοχώρι δεξιά προς τις Σοφάδες, πηγαίνει αυτοκίνητο μέχρι το εξωκλήσι.
Κάθε δυο με τρεις μέρες ο Θοδωρακάκης πήγαινε φαγητό στην Γκριντάφο, ώσπου μια μέρα βρήκε το φαγητό άθικτο όπως το είχε αφήσει. Τότε κατάλαβε πως κάτι κακό θα είχε συμβεί στην Γκριντάφο, αδύνατη όπως ήταν, και από το κρύο πέθανε μέσα στην Σπήλιά, την βρήκε ο Θοδωρακάκης ένα πρωινό του Απρίλη.
Στην Σπηλιά η Γκριντάφο έζησε γύρω στους εννέα μήνες. Ο Θεοδωρακάκης ανήγγειλε το θάνατο της Γκριντάφος και μαζεύτηκε κόσμος από όλη την περιφέρεια, την έκανε σηκωτή ένοιωθε μεγάλο μίσος για αυτή την γυναίκα όλος ο κόσμος, και σε πομπή την πήγαν κατά τα Παπούλια μεριά, εκεί την έθαψαν; τι την έκαναν δεν μπορέσαμε ακόμη να μάθουμε βγάλανε ένα τραγούδι – ποίημα που μαθεύτηκε σε όλων τον νομό Μεσσηνίας και ακόμα πέρα ‘Η ζωή εν τάφο – πέθανε η Γκριντάφο και την πήγαν στα Παπούλια – με σκυλιά και με γαϊδούρια – κότες κακαρίζοντας – και σκυλιά γαυγίζοντας’. Επειδή η Γκριντάφο ήταν γκρινιάρα, στριμένη και κακιά όλες τις γυναίκες που γκρινιάζανε τις ονομάζανε Γκριντάφο. Λόγια όπως ‘θα σταματήσεις μωρή Γκριντάφο’ ‘μας έφαγε η Γκριντάφο’ ‘μωρή Γκριντάφο από του Νάσια’ έδιναν και έπαιρναν εκείνη την εποχή, λέγονται ακόμη μέχρι και σήμερα. Ο άντρας τη γυναίκα του που γκρίνιαξε την έλεγε Γκριντάφο, ο πατέρας την κόρη Γκριντάφο, όποια ανάποδη και στριμένη την έλεγαν Γκριντάφο. Η Γκριντάφο ήταν πολύ άχαρη. Από το Δημήτρη το Φράγκο που μένει στην Καλαμάτα έμαθε το γεγονός και ένας Σπηλαιολόγος, μας πήρε τηλέφωνο πως θέλει να δη την περιοχή, και να φέρει και ειδικούς για να δούνε το μέρος. Να μπει δε το γεγονός στο περιοδικό Πανόραμα εάν αξίζει, που από εκεί είχε αναδειχθεί και το Πολυλίμνιο στην Χαραυγή. Τότε βαλθήκαμε να βρούμε την Σπηλιά και την βρυσούλα όπως μας είχαν πληροφορήσει.
Στην ομάδα Θανάση, Άννας, Αλεξάνδρας, Νιόνιου, προστέθηκε ο Βασίλης Φράγκος (Κατσιαγάνης) που γνώριζε την περιοχή καθώς και ο Σωτήρης Γιάνναρης (Φαλτσιέτας) που από τότε που το είδε στην εφημερίδα τα ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑΙΪΚΑ ΝΕΑ μας παρακαλούσε να τον πάρουμε μαζί μας για να έλθει στην Κατσουλόλιμνα.
Ξεκινήσαμε και σκοπός μας ήταν να ανοίξουμε μονοπάτι από την Σπηλιά του Μάρκελου, για την Σπηλιά που έμενε και εκεί πέθανε η Γκριντάφο.
Από το Θανάση ξέραμε τώρα που περίπου ήτανε, ξέραμε και πως τριάντα αγρασκελιές από την Σπηλιά ήτανε η Βρυσούλα που έπινε νερό η Γκριντάφο. Ξεκινήσαμε καλά, κόβοντας με τα πριόνια τα κλαριά και με το βατοκόφτη τα αρκουδόβατα, φθάσαμε στην Σπηλιά του Μάρκελου. Την Σπηλιά αυτή την είχαμε ξανά επισκευθή, οδηγό είχαμε τον Βασίλη και ξεκινήσαμε να βρούμε την άλλη Σπηλιά, φτιάχνοντας μονοπάτι.
Βρήκαμε την Βρυσούλα που έπινε νερό η Γκριντάφο μείναμε έκπληκτοι. Από μια πέτρα λίγο ψηλά βγαίνει λίγο νερό, που πέφτει κάτω, από μικρούς σταλακτίτες, επειδή κάτω που έπεφτε χανότανε όταν ξαναπήγε το συγκεντρώσαμε, και τώρα τρέχει από ένα κεραμίδι, το ποτήρι νερού το γεμίζει σε είκοσι δευτερόλεπτα το χρονομετρήσαμε , νερό πολύ κρύο. Προχωρήσαμε και ενώ μέχρι τότε πηγαίναμε πού καλά πέσαμε σε αβατώνα με φτέρες, εκεί καταλάβαμε πόσο καλά κάναμε που γράψαμε στην ομάδα το Σωτήρη.
Εντοπίσαμε την Σπηλιά, μείναμε όμως δέκα μέτρα μακριά χρειάστηκε να ξαναπάμε, τα σχοίνα που είχαν πέσει λίγο πριν την είσοδο της Σπηλιάς ήταν τόσο χονδρά, που χρειάζονταν αλισοπρίονο, που δεν είχαμε μαζί μας, όταν ξαναπήγαμε και αρχίσαμε να κόβουμε τα σχοίνα, από τις νυχτερίδες που φεύγανε κατατρομαγμένες μέσα από τα κλαριά καταλάβαμε εκείνο που θα αντικρίζαμε. Μπήκαμε μέσα στη Σπηλιά, είδαμε μουτζούρες πολλές στα τοιχώματα είχε να μπει άνθρωπος από τότε που κάνανε σηκωτή την Γκριντάφο, δεν την πειράξαμε καθόλου, μόνο αφήσαμε μια ταμπέλα που γράφει.
Η ζωή εν τάφο – στην Σπηλιά ετούτη πέθανε η Γκριντάφο – και την πήγαν στα Παπούλια – με σκυλιά και με γαϊδούρια.
Προχωρήσαμε μέσα στο λόγγο ανοίγοντας μονοπάτι, για το ομοίωμα της Γκριντάφος, πιο πέρα είναι η Μπολιαρόβρυση που έπαιρναν οι Παπουλαίοι νερό.
Στενοχωρηθήκαμε και περισσότερο ο Βασίλης με τον Θανάση που το γνώριζαν. «Την Γκριντάφο την κλέψανε» λέει ο Βασίλης, όχι στα αστεία αλλά σοβαρά. Καλά είσαι ρε του λέω ποιος πήρε τόσο βαρύ και μεγάλο πράγμα; Και με τι το πήρανε; Εδώ θυμήθηκα τον Θανάση τον Χρονά, που όταν είχαμε δημοσιεύσει στην εφημερίδα τα ‘ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑΙΪΚΑΙ ΝΕΑ’ για το ομοίωμα της Γκριντάφος είχε πει το εξής καταπληκτικό… «Άμα Νιόνιο είναι η Γκριντάφο έτσι όπως την περιγράφεις, πρέπει να βάλουμε να την φυλάνε θα την κλέψουνε’ Όχι δεν το είχε πειράξει κανείς εκεί ήτανε, μόνο που τώρα έγειρε στον τοίχο, δεν στέκι όρθιο όπως παλιά, κόπηκε και το κεφάλι και είναι κάτω. Το πολύ νερό της βροχής και το ποτάμι που έφερε πολύ νερό, τσάκισαν το ομοίωμα της Γκριντάφος, αφού το νερό έπεφτε από καταρράκτη πολύ ψηλά, αυτό έχει γίνει πριν λίγα χρόνια, με θεομηνία.
Προχωρήσαμε σιγά – σιγά μέσα στο ποτάμι και μονομιάς ακούστηκε ο καταρράκτης, που έπεφτε στην Κατσουλόλιμνα, στο Σκαφίδι και μετά στην λίμνη της Γκριντάφος, νερό που έρχεται από το ποτάμι που πηγάζει στου Τουλούπα τα Χάνια, και ακριβώς εκεί σμίγει με το νερό που έρχεται από το Βαϊνίτη και την Μπολιαρόβρυση.
Δοκιμάσαμε να ανεβούμε για το σκαφίδι και την Κατσουλόλιμνα, αδύνατον, υπάρχει γκρεμός, θέλει πολύ δουλειά εκεί για να γίνει μονοπάτι.
Επειδή είχαμε υποσχεθεί στον Σωτήρη να δη την Κατσουλόλιμνα και το Σκαφίδι, ανεβήκαμε προς του Νάσια, κατεβήκαμε δε από άλλο μονοπάτι στην Κατσουλόλιμνα και το Σκαφίδι. Του άρεσε πολύ του Σωτήρη. Του είπαμε πως εδώ Σωτήρη μάθαμε κολύμπι, από εδώ βαρύγαμε βουτιές στην Κατσουλόλιμνα, από εκεί στο Σκαφίδι, εδώ λιαζόμαστε στις πέτρες γυμνοί, οι πρώτοι γυμνιστές Σωτήρη ήταν στην Κατσουλόλιμνα.
Γελάσαμε πολύ, πήραμε κατόπιν την ανηφόρα μέσα στο λόγγο φτιάχνοντας σκαλοπάτια, και βγήκαμε στου Κοντινού, εκεί που είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητα. Την φωτογραφία που παραθέτουμε και που δείχνει τον Καταρράκτη την έχουμε βγάλει τον Μάιο μήνα, επειδή τότε το ποτάμι έφερνε πολύ νερό, για να μην κινδυνέψουμε πήγαμε από του Νάσια και βρεθήκαμε για πρώτη φορά κάτω από τον Καταρράκτη, όπου και η φωτογραφία.
Ένας φίλος μου από Χαραυγή ο Δημήτρης ο Καστόρας, που είχε την ιδέα για το Πολυλίμνιο, μου είπε τα εξής όταν του είπα για την Καστουλόλιμνα. ‘Μακάρι να είναι όπως τα λες να αναδειχθεί και η Κατσουλόλιμνα, οι τουρίστες να έχουν να πάνε και κάπου αλλού, όχι μόνο στο Πολυλίμνιο της Χαραυγής’.
Bλαχόπουλο 5 – 10 – 2006
Φράγκος Διονύσιος