Δευτέρα, 09 Ιούνιος 2008 02:14

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Γράφτηκε από  ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΨΩΝΗΣ
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

     Στο δρόμο που ανηφορίζει προς τα Ψωνέϊκα, λίγα μέτρα μετά το βενζινάδικο, υπήρχε το Σιδηρουργείο του μαστρο-Γιώρη του Σικαλιά. «Γύφτικο» το λέγαν τότε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που γνώρισε μεγάλες δόξες.

     Κάθε που έπαιρνε να βραδιάζει, μπορούσες να ακούσεις από αρκετή απόσταση τον ήχο του σφυριού πάνω στ’ αμόνι. Ο μαστρο-Γιώρης χτυπούσε αδιάκοπα μια στο πυρακτωμένο σίδερο, για να του δώσει το σχήμα που έπρεπε, μια στο αμόνι για να πάρει «ανάσα» και να «ζυγίσει» με το έμπειρο μάτι του, το σημείο που θα ξαναχτυπούσε. Η φωτιά, που τη «σύμπαγε» με το φυσερό, πάντα αναμμένη, για να πυρακτώνει τα σίδερα και δίπλα στο αμόνι το λεβέτι με το νερό για να σβήνει το έτοιμο πια σιδερικό εργαλείο.

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

     Στο δρόμο που ανηφορίζει προς τα Ψωνέϊκα, λίγα μέτρα μετά το βενζινάδικο, υπήρχε το Σιδηρουργείο του μαστρο-Γιώρη του Σικαλιά. «Γύφτικο» το λέγαν τότε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που γνώρισε μεγάλες δόξες.

     Κάθε που έπαιρνε να βραδιάζει, μπορούσες να ακούσεις από αρκετή απόσταση τον ήχο του σφυριού πάνω στ’ αμόνι. Ο μαστρο-Γιώρης χτυπούσε αδιάκοπα μια στο πυρακτωμένο σίδερο, για να του δώσει το σχήμα που έπρεπε, μια στο αμόνι για να πάρει «ανάσα» και να «ζυγίσει» με το έμπειρο μάτι του, το σημείο που θα ξαναχτυπούσε. Η φωτιά, που τη «σύμπαγε» με το φυσερό, πάντα αναμμένη, για να πυρακτώνει τα σίδερα και δίπλα στο αμόνι το λεβέτι με το νερό για να σβήνει το έτοιμο πια σιδερικό εργαλείο.
Στα λίγα τετραγωνικά που είχε στη διάθεσή του, έβλεπες στοιβαγμένα λογής-λογής εργαλεία.
Άλλα έτοιμα και άλλα «τραυματισμένα» που περίμεναν τη σειρά τους για να επισκευαστούν.
Όλα σιδερένια. Αλέτρια μονά και διπλά, Κασμάδες, Αξίνες, Ξινάρια και Πλαταξίνια, Δρεπάνια και Δρεπάνες, Βατοκόφτες, Κόσες ή Κασάρες, Ψαλίδια, Κλαδευτήρια, Φαλτσέτες και ότι άλλο εργαλείο χρησιμοποιούσαν οι αγρότες στις δουλειές τους.
     Το μικρό αυτό «εργοστάσιο» ήταν όλο το χρόνο ανοιχτό από το σούρουπο μέχρι αργά τα μεσάνυχτα πολλές φορές, γιατί ο μαστρο-Γιώρης δούλευε τη μέρα στα χτήματά του και έπρεπε να τα προλάβει όλα. Καλοκάγαθος άνθρωπος, μειλίχιος και λιγομίλητος. Δεν ήθελε να δυσαρεστήσει κανέναν, δεν «ψεύτιζε» στη δουλειά του, δεν εκμεταλλευότανε. Αγρότης και παιδί της Κατοχής κι αυτός, ήξερε από φτώχεια και από κόπο.
Από τις αρχές του Οκτώβρη οι Βλαχοπουλαίοι έπρεπε να ετοιμάσουν τα αλέτρια για το όργωμα.
Τότε όργωναν με τα άλογα και έσπερναν σιτάρι για το ψωμί της οικογένειας, βρώμη και κριθάρι για τα άλογα και τα γαϊδούρια και «τσιαϊρι» για τις γίδες τους. Τις κρύες νύχτες του Χειμώνα ερχόντουσαν στο «Γύφτικο» για να τροχίσουν τα ψαλίδια για το κλάδεμα της σταφίδας και των αμπελιών. Ανοίγανε κουβέντες για ό,τι συνέβαινε στο χωριό. Για το πώς πήγαν οι ελιές, αλλά και για τα άλλα, τα κοινωνικά. Αρραβωνιάσματα, Γάμοι, Μετανάστευση. Το χωριό μας δεν έζησε το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα που έζησαν άλλες περιοχές της χώρας μας, μα υπήρξαν και συγχωριανοί μας που ξενητεύτηκαν, άλλοι στην Αυστραλία, άλλοι στον Καναδά, άλλοι στη Γερμανία. Στα ραδιόφωνα η φωνή του Καζαντζίδη: «Κακούργα μετανάστευση…», «Μανούλα θα φύγω…», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας…», χάραζε τον πόνο σ’ αυτούς που έφευγαν και σ’ αυτούς που έμεναν πίσω. Συχνά κατά το σούρουπο, ακουγόταν από μακριά στην αρχή και μετά να πλησιάζει η γνώριμη φωνή από το μεγάφωνο του περιφερόμενου Σινεματζή: «ΑΠΟΨΕΡΟΥ…
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΛΙΑΝΟΥ… , ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΦΡΟΝΕΜΕΝΟΣ…., ΜΕ ΤΟΝ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟ ΤΟ ΝΙΚΟ, ΤΗ ΜΑΡΘΑ ΒΟΥΡΤΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΥΡΕΝΤΗ ΔΙΑΝΕΛΛΟ!….».

     Μπαίνοντας η Άνοιξη έπρεπε να σκάψουν τις σταφίδες με κουτρούλια και μετά να τα σκορπίσουν και να ξελακώσουν. Οι αξίνες έπαιρναν φωτιά. Δύσκολη δουλειά που σιγά-σιγά την αντικατέστησαν τα σκαπτικά μηχανήματα από τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
     Το Μάη ένας άλλος «γολγοθάς» περίμενε τους αγρότες. Ο Ρέντος, το Θειάφισμα και το χειρότερο όλων, το Χαράκι. Όποιος δεν έχει χαρακώσει δεν μπορεί να καταλάβει το μέγεθος της κούρασης που είχε η δουλειά αυτή. Όλη μέρα με τη ζέστη και το θειάφι από πάνω τους, σέρνονταν κάτω στο χώμα για να χαρακώσουν με τις φαλτσέτες, ένα-ένα τα χιλιάδες κλήματα. Έκοβαν το φλοιό οριζόντια, σε μορφή δαχτυλιδιού, για να σταματήσουν οι χυμοί και να χοντρύνουν τα σταφύλια. Κι αυτή η δουλειά σταμάτησε γύρω στο ’70, γιατί αντικαταστάθηκε η φυσική αυτή διαδικασία «πάχυνσης» των σταφυλιών, από χημικά.
Τον Ιούλιο μια άλλη δύσκολη περίοδος αρχινούσε. Ο Θέρος με τα δρεπάνια που έπρεπε να πάνε για επισκευή και μετά το Αλώνισμα με τα άλογα στην αρχή και αργότερα με τις αλωνιστικές μηχανές. Αλλά και αυτό τελείωσε. Οι Βλαχοπουλαίοι δεν έσπερναν πια. Τα χωράφια τα φύτεψαν ελιές.

Έτσι, δεν υπήρχαν πια εργαλεία για επισκευή και το Σιδηρουργείο του μαστρο-Γιώρη σιγά-σιγά έγινε παρελθόν!


ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΨΩΝΗΣ
Εικονογράφος-Γραφίστας
www.concept-psonis.gr
ΕΚΔΟΤΙΚΗ - ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ
    Υ/Γ: ΜΗΠΩΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΜΕ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΣΩΣΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΕΡΓΑΛΕΙΟ Ή ΆΛΛΟ ΥΛΙΚΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ;

Διαβάστηκε 3598 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 12 Ιούνιος 2015 20:56